Grumman F7F Tigercat | |
---|---|
Το F7F | |
Τύπος | βαρύ / νυχτερινό μαχητικό |
Κατασκευαστής | Grumman |
Χώρα προέλευσης | ΗΠΑ |
Κύριος χειριστής | Σώμα των Πεζοναυτών των ΗΠΑ Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ |
Παραγωγή | 1943–1946 |
Αναπτύχθηκε από | Grumman XP-65 |
Εξελίχθηκε σε | Grumman XTSF |
Το Grumman F7F Tigercat είναι το πρώτο δικινητήριο βαρύ μαχητικό που εντάχθηκε στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. Σχεδιάστηκε για να επιχειρεί με τα μεγάλα αεροπλανοφόρα νέας γενιάς κλάσης Midway. Τα Tigercat μπήκαν σε υπηρεσία με τους Πεζοναύτες πριν την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά δεν συμμετείχαν στις εχθροπραξίες μέχρι το τέλος της σύρραξης. Τα περισσότερα F7F χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από αεροδρόμια στην ξηρά σαν αεροσκάφη εγγύς υποστήριξης ή νυχτερινά μαχητικά. Τελικά μόνο τα F7F-4N, που παρήχθησαν σε πολύ μικρούς αριθμούς, αξιοποιήθηκαν με τα αεροπλανοφόρα. Τα Tigercat συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στα πρώτα στάδια του Πολέμου της Κορέας.
Βασισμένη στο πρωτότυπο XP-50 η κατασκευάστρια Grumman ανέπτυξε το XP-65, ένα αεροσκάφος "συνοδείας κομβόι". Το 1943 τερματίστηκε η ανάπτυξη του XP-65 προκειμένου να ξεκινήσουν οι εργασίες για το σχέδιο που τελικά εξελίχθηκε στο Tigercat.[1] Το συμβόλαιο για την δημιουργία του XF7F-1 υπεγράφη στις 30 Ιουνίου 1941. Η Grumman ήθελε να κατασκευάσει ένα αεροσκάφος που θα είχε καλύτερες επιδόσεις και θα ήταν βαρύτερα οπλισμένο από όλα τα υπάρχοντα μαχητικά και θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί σε ρόλο εγγύς υποστήριξης.[2] Ο οπλισμός, που ήταν πολύ ισχυρός, αποτελούνταν από τέσσερα πυροβόλα των 20 mm και τέσσερα πολυβόλα των 12.7 mm. Το αεροσκάφος μπορούσε επίσης να μεταφέρει βόμβες και τορπίλες. Το Tigercat ήταν ένα από τα ταχύτερα μαχητικά της εποχής του, με μέγιστη ταχύτητα που ξεπερνούσε αυτή του βασικού τότε μονοκινητήριου μαχητικού του Ναυτικού, του F6F, κατά 71 mph στο επίπεδο της θάλασσας.[3]
Οι ισχυροί κινητήρες και ο βαρύς οπλισμός είχαν σαν συνέπεια την αύξηση του βάρους και της ταχύτητας προσγείωσης. Το αεροσκάφος τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε με τα αεροπλανοφόρα γιατί παρουσίαζε προβλήματα κατευθυντικής ευστάθειας, όταν δούλευε μόνο ο ένας κινητήρας, καθώς και προβλήματα με τον γάντζο αγκίστρωσης του κατά την προσνήωση.[4] Τα πρώτα αεροσκάφη παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν από βάσεις στην ξηρά με το Σώμα των Πεζοναυτών ή σαν νυχτερινά μαχητικά, εξοπλισμένα με το ραντάρ APS-6.[5] Τα πρώτα F7F νυχτερινής δίωξης ήταν μονοθέσια, της έκδοσης F7F-1N, όμως σύντομα αναπτύχθηκε το διθέσιο F7F-2N στο οποίο επέβαινε και χειριστής ραντάρ.
Ακολούθησε το F7F-3 το οποίο είχε τις διορθώσεις που απαιτούνταν για να επιχειρεί από τα αεροπλανοφόρα. Ξεκίνησαν οι δοκιμές επί του αεροπλανοφόρου Shangri-La, όμως μετά από ατύχημα που συνέβη κατά την προσνήωση (δομική αστοχία της πτέρυγας) ούτε αυτή η έκδοση έγινε δεκτή για χρήση στα αεροπλανοφόρα. Το F7F-3 παρήχθη σαν ημερήσιο μαχητικό, σαν νυχτερινό μαχητικό και σαν αναγνωριστικό.[6]
Η τελική έκδοση ήταν το F7F-4N που έγινε δεκτό για χρήση τα αεροπλανοφόρα, αλλά παρήχθησαν μόνο δώδεκα μονάδες.[6]
Η Σμηναρχία VMF(N)-513 των Πεζοναυτών, που ήταν εξοπλισμένη με F7F-3N, συμμετείχε στις πρώτες φάσεις του Πολέμου της Κορέας. Κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων τα Tigercat κατέρριψαν δύο πεπαλαιωμένα διπλάνα Polikarpov Po-2.[7] Αυτή ήταν η μοναδική εμπλοκή του τύπου σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Πολλά F7F-2N μετασκευάστηκαν ώστε να ελέγχουν κατευθυνόμενους εκπαιδευτικούς στόχους. Το 1945 αξιολογήθηκαν δύο Tigercat από το Βασιλικό Ναυτικό, όμως τελικά προτιμήθηκε το εγχώριας κατασκευής de Havilland Hornet.[8]
Από το 1949, τα F7F μεταφέρονταν στην περιοχή αποθήκευσης αεροσκαφών του Ναυτικού στον Αεροναύσταθμο του Litchfield Park στην Αριζόνα. Τα περισσότερα καταστράφηκαν αργότερα όμως κάποια διασώθηκαν και πωλήθηκαν. Επίσης μερικά F7F μετασκευάστηκαν σε αεροσκάφη αεροπυρόσβεσης.
|
|
|
|